- χειριδούμαι
- -όομαι, Α [χειρίς, -ῑδος]1. αποκτώ χέρια, έχω χέρια2. (για ένδυμα) μού προστίθενται χειρίδες, μού βάζουν μανίκια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειριδωτός — ή ό / χειριδωτός, ή, όν, ΝΑ [χειριδοῡμαι] (για ένδυμα) αυτός που έχει μανίκια (α. χειριδωτός μανδύας» β. «κιθῶνας χειριδωτοὺς ποικίλους», Ηρόδ. γ. χιτῶνα γυναικεῑον χειριδωτόν», πάπ.) αρχ. αυτός που έχει χέρια … Dictionary of Greek